- συνετόβουλος
- συνετόβουλος,A gloss on ποικιλόφρων, Sch.E.Hec.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνετόβουλος — ον, Α αυτός που έχει ευστροφία στη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνετός + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. ὑστερό βουλος] … Dictionary of Greek